κατεχόμενοι

κατεχόμενοι
κατέχω
hold fast
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • обложимъ — (1*) прич. страд. наст. к обложити во 2 знач. Перен.: нъ чл҃вци сѹть не г҃леми. иже члвч(с)кыми стр(с)тьми. и ѥще же обложими. а иже вышии плотьныихъ стр(с)тии бывъ. (κατεχόμενοι) ПНЧ XIV, 44а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • одьржимыи — (126) прич. страд. наст. 1.Поддерживаемый, прикрепляемый; укрепляемый: землѧ (ж) не ѡ собѣ ѹтвердисѧ, но ѿ волна сѹщьство състави(с), ѡдержима же и та || посредѣ всѣ(х) свѧзана (ἐμπεριέχεται) ГА XIV1, 42б–в; || перен.: правоходити и ѿринѹти зла˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARREPTI — in Concilio Arausican. I. can. 16. et Arelatensi II. can. 41. Qui palam aliquando arrepti sunt non assumendi ad ullum ordinem Clericatus: idem qui Arreptitii, Italic. Arretizii, Graece Κατεχόμενοι, ὑπὸ δαίμονος, Item Δαιμονιόληπτοι. Car. du… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DAEMON — a Graeco Δαίμων, quasi Δαήμων, i. e. sciens. Ita, Plato in Cratylo. Lactant. l. 2. et Chalcidius in Timaeum Platonis, Daemones genii sunt, Μυςταγωγοὶ τȏυ βίου, ut Menander inquit. Domini Vitae; Lares Cicer. aliis etiam Manes ac Lemures. Genii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Μόρφου, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα τη Μόρφου, αλλά προσωρινά εδρεύει στην Ευρύχου της Κύπρου, λόγω κατάληψής της από τους Τούρκους, κατά την εισβολή τους στη Μεγαλόνησο το 1974, οπότε και το μεγαλύτερο μέρος των πιστών εγκαταστάθηκε στο ελεύθερο τμήμα του νησιού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”